- ἵσμα
- ἵσμαfoundationneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ίσμα — (I) ἵσμα, τὸ (Α) [ίζω] θεμέλιο, ίδρυμα, κτίσμα. (II) ἴσμα, τὸ (Α) βλ.ἴσθμα … Dictionary of Greek
μουντάρισμα — το αιφνίδια επίθεση εναντίον κάποιου, εφόρμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουντάρω, κατά τα ουσ. σε ισμα (πρβλ. κορνάρ ισμα, λιντσάρ ισμα)] … Dictionary of Greek
μπουκάρισμα — το ορμητική είσοδος ή έφοδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπουκάρω, κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. κορνάρ ισμα, παρκάρ ισμα)] … Dictionary of Greek
πιαντάρισμα — το, Ν το γυάλισμα και η όλη σχετική κατεργασία τής πιάντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιαντάρω + κατάλ. ισμα (< ρ. σε ίζω), πρβλ. κορνάρ ισμα, φρενάρ ισμα] … Dictionary of Greek
λιμάρισμα — το 1. απόξεση ή λείανση με λίμα, ρίνιση 2. μτφ. φλυαρία, πολυλογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμάρω, κατά τα ουσ. σε ισμα (πρβλ. ακόν ισμα)] … Dictionary of Greek
ρεμιζάρισμα — το, Ν η στάθμευση οχήματος σε κατάλληλο χώρο, κν. παρκάρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρεμιζάρω + κατάλ. ισμα (πρβλ. παρκάρ ισμα)] … Dictionary of Greek
ρετουσάρισμα — το, Ν 1. επεξεργασία φωτογραφικής πλάκας ή φωτογραφικού φιλμ για απάλειψη ατελειών 2. επεξεργασία εικόνας, καλλιτεχνικού, λογοτεχνικού ή οποιουδήποτε άλλου έργου για καλύτερη εμφάνισή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρετουσάρω κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ.… … Dictionary of Greek
ρεφιλάρισμα — το, Ν λέπτυνση τών άκρων τού δέρματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρεφιλάρω, κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. παρκάρ ισμα)] … Dictionary of Greek
σεντράρισμα — το, Ν (στο ποδόσφαιρο) η εκτέλεση σέντρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεντράρω, κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. παρκάρ ισμα)] … Dictionary of Greek
σερβίρισμα — το, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σερβίρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < σερβίρω, κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. παρκάρ ισμα)] … Dictionary of Greek